- σαρακοστεύω
- Ν [Σαρακοστή](αμτβ.)1. τηρώ την Σαρακοστή, νηστεύω2. (κατ' επέκτ.) στερούμαι κάτι, ιδίως φαγώσιμο3. μτφ. είμαι εγκρατής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαρακοστός με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ)- κατά το σαράκοντα*].
Dictionary of Greek. 2013.